- πολυμετάβλητος
- -ον, Μ(για τον Πρωτέα) αυτός που υφίσταται πολλές μεταβολές, που μεταβάλλεται σε πολλά διαφορετικά όντα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + μεταβλητός (< μεταβάλλω), πρβλ. ευ-μετάβλητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυμετάβλητος — often transforming oneself masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμετάβλητοι — πολυμετάβλητος often transforming oneself masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)